Οδοιπορικό στον Πόντο, 1997

Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ εάν επιλαθώμεθά σου ω Πάτριος Ποντία γη. (Λεωνίδας Ιασονίδης)

Να ξεραίνεται η γούλα μ’ αν ανασπάλλω την πατρίδα μ’, τον Πόντον (Κώστας Π. Μαυρόπουλος)

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αισθανόμουν την επιθυμία να επισκεφθώ και να γνωρίσω τα ιερά χώματα του Πόντου.  Αυτή η επιθυμία γεννήθηκε και ρίζωσε μέσα μου, προφανώς από τις συχνές αφηγήσεις, που με πολλή  συγκίνηση και νοσταλγία έκανε ο πατέρας μου για τα μέρη εκείνα, που με πολλή φυσικότητα αποκαλούσε «πατρίδα». Και είχε απόλυτο δίκιο, αφού τόσο αυτός όσο και ο πατέρας του, ο παππούς του και ενενήντα ακόμη γενιές προγόνων τους, είχαν γεννηθεί και ζήσει στα μέρη εκείνα.       

Όταν έγινε ο ξεριζωμός και ήρθαν οι δικοί μου στην Ελλάδα, μετά από πολύμηνη παραμονή σε σκηνές στην Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκαν τελικά στο χωριό Οχυρό του Νομού Δράμας, που τότε ονομαζόταν Λίσσα. Την  νέα ονομασία του το χωριό την έλαβε αργότερα, την περίοδο που κατασκευαζόταν η οχυρά  γραμμή των βορείων συνόρων της Ελλάδας. Επειδή το χωριό βρισκόταν στους πρόποδες του νέου οχυρού έγινε το εξής: Το χωριό ονομάστηκε  Οχυρό,  και το οχυρό  ονομάστηκε οχυρό Λίσε από την μέχρι τότε ονομασία του χωριού, ελαφρά τροποποιημένη . Έγινε δηλαδή ανταλλαγή ονομασιών.       

Σ’ αυτό το χωριό γεννήθηκα το έτος 1951. Εκεί άκουσα τις πρώτες ιστορίες για τον Πόντο, στα αλησμόνητα «παρακάθια» τις χειμωνιάτικες νύχτες, κυρίως, από τον πατέρα μου και τον θείο Χρήστο,  τον μεγάλο  αδελφό του. Πολλά παρακάθια κάναμε και στο σπίτι του θείου Ταβάρισον  (Γεώργιος  Καλαϊδόπουλος),   αλλά  τότε  ήμουν πολύ μικρός και δεν συγκράτησα τις ιστορίες που έλεγαν. Ο θείος Ταβάρισον πέθανε το 1957, όταν ήμουν μόλις έξι χρονών. Πόσες ιστορίες θα είχα ακούσει αν δεν έφευγε πρόωρα. Χρόνια στο αντάρτικο του Πόντου, πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Ευκλείδη, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και θα είχε πολλά να μου διηγηθεί. Το παρατσούκλι ταβάρισον (ταβάρις στα Ρωσικά = σύντροφος) το έλαβε την εποχή που ήταν οι Ρώσοι στον Πόντο και δούλευε μαζί τους. Δεν  είχα την τύχη να γνωρίσω  παππού και γιαγιά, ούτε από την πλευρά του πατέρα μου, ούτε από την πλευρά της μητέρας μου, για να μου αφηγηθούν παραμύθια αλλά και ιστορίες της «πατρίδας».

Το  1959   η  οικογένεια  μετοίκισε  στην  Αθήνα.   Τότε  που άρχισα  να  καταλαβαίνω,  βρέθηκα  σ’  ένα    νέο   περιβάλλον και μακριά από το «στοιχείο» μου, το Ποντιακό, που καλά – καλά δεν πρόλαβα να γνωρίσω.  Κάποια   μικροπροβλήματα   προσαρμογής   στη νέα πραγματικότητα, ξεπεράστηκαν γρήγορα.

Το ευτύχημα για μένα, ήταν ότι μέσα στο σπίτι οι γονείς μου μιλούσαν πάντα ποντιακά και έτσι τα έμαθα κι’ εγώ.  Καμία  άλλη  δραστηριότητα γύρω από τα ποντιακά αφού την εποχή εκείνη, οι Ποντιακοί σύλλογοι  στο λεκανοπέδιο της Αθήνας ήταν  λίγοι και σε περιοχές μακρινές. Άλλωστε για όλη την οικογένεια προτεραιότητα είχε η επιβίωση.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, φούντωσε μέσα μου η επιθυμία να επισκεφθώ τον Πόντο. Φαίνεται όμως ότι δεν είχε έρθει ακόμα το πλήρωμα του χρόνου, για να πραγματοποιηθεί η επιθυμία μου. Εκείνη την εποχή εργαζόταν στην Γερμανία,  ο  δεύτερος  κατά  σειρά  αδελφός  μου (18 χρόνια μεγαλύτερος),  και  σχεδόν κάθε χρόνο ερχόταν  τα καλοκαίρια με την οικογένειά του στην Ελλάδα.

Είχε υποσχεθεί τότε  στον πατέρα μας, ότι θα πηγαίναμε στον Πόντο με το αυτοκίνητό του, όταν θα επέστρεφε για πάντα στην Ελλάδα. Επαναπαύτηκα κι εγώ σ’ αυτή την υπόσχεση, χωρίς να λογαριάσω τον «ξενοδόχο».  Στην περίπτωση αυτή ο «ξενοδόχος» ήταν ο αδυσώπητος και αδηφάγος χρόνος, που δεν μας κάνει τη «χάρη»  να περιμένει, πότε θα «ευκαιρήσουμε» να πραγματοποιήσουμε τις επιθυμίες μας.

Είχα προσκολληθεί στην ιδέα της πραγματοποίησης του ταξιδιού με οδικό μέσο.  Αυτό σήμαινε ότι θα διασχίζαμε όλη την Τουρκία. Σε μια περίοδο μάλιστα που οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας δεν ήταν  καλές, (και πότε ήταν) και με τον πατέρα μου να πλησιάζει τα 80 του χρόνια. Σήμερα αναλογίζομαι πόσο απερίσκεπτα ενήργησα τότε, πως πάντρεψα όλες αυτές τις αντιξοότητες. Ενώ ήταν πανεύκολο να γίνει το ταξίδι αεροπορικώς, μια και είχα το προνόμιο των οικονομικών εισιτηρίων, σαν υπάλληλος της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Και για το ταξίδι αυτό θα χρειαζόταν συνολικά τρεις με τέσσερις ημέρες μόνο. Πρόβλημα γλώσσας δεν υπήρχε,  μια   και   ο   πατέρας   μου   μιλούσε   άριστα    την Τουρκική. Τότε βέβαια δεν ήξερα ότι υπήρχαν εκεί και  ποντιόφωνοι οι οποίοι περίμεναν με λαχτάρα την επίσκεψη Ποντίων από την Ελλάδα.

Πέρασαν τα χρόνια  και ήρθε η 31η  Δεκεμβρίου 1984, ημέρα που έφυγε ξαφνικά ο πατέρας μου από αυτό το μάταιο κόσμο, σε ηλικία 82 χρόνων και χωρίς να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο, να επισκεφθεί τα μέρη που γεννήθηκε. Η λύπη μου ήταν διπλή. Έχασα  τον   αγαπημένο μου πατέρα,  και  συγχρόνως  τον  καλλίτερο  ξεναγό  μου, στα νοσταλγικά αλλά άγνωστα μέρη του Πόντου,  και  ειδικά  της  Τραπεζούντας.

Ποιος θα μου έδειχνε και θα μου εξηγούσε όλα αυτά που εκείνος μου αφηγήθηκε; Το σπίτι όπου εκείνος και τα αδέλφια του είχαν γεννηθεί. Πού βρισκόταν το σχολείο, η εκκλησία, τα νεκροταφεία. Τα καφενεία του Γιάγκου Παρασκευόγλη και του Αδάμ. Που βρισκόταν τα χωράφια τους και άλλες τοποθεσίες, από διάφορες διηγήσεις. Πού βρισκόταν τα εξωκλήσια του Αγίου Ακινδύνου και της Αγίας Πελαγίας. Πού βρισκόταν το ραφείο του  παππού στην Τραπεζούντα.

Ποιος θα μου έδειχνε πού έπαιζε ο πατέρας μου με τ’ αδέλφια, τα ξαδέλφια και τους φίλους του; Τις ρεματιές και τα δάση, όπου πίστευαν ότι εμφανιζόταν τα βράδια «ο αράπ’ς».

Με τον χαμό  του πατέρα,  πάγωσε και η επιθυμία μου να επισκεφθώ τον Πόντο, γιατί δεν μπορούσα να φαντασθώ ένα ταξίδι εκεί χωρίς αυτόν.  Πίστευα ότι έσπασε η αλυσίδα που με ένωνε με τα μέρη εκείνα. Πόσο έξω έπεσα.

Απρίλιος 1996,  και  όπως  κάθε  χρόνο  έτσι κι’ εφέτος, γίνεται το παμποντιακό  πανηγύρι στα Σούρμενα. Στις εκδηλώσεις συμμετέχει σαν ομιλητής και ο συγγραφέας της Ταμάμα και πολλών άλλων ποντιακών βιβλίων, ο κ. Γιώργος Ανδρεάδης. Ήδη έχω διαβάσει την Ταμάμα και έχω συγκινηθεί αφάνταστα. Παρακολουθώ με ενδιαφέρον την ομιλία του, αλλά και την προσπάθεια που καταβάλλει μέσα στον ελάχιστο χρόνο που έχει στη διάθεσή του, να πει όσο γίνεται πιο πολλά. Πόσες αναμνήσεις ξύπνησε μέσα μου, όταν τον άκουσα να λέει για τα «σαπονλούκια» και τα παιδικά καλτσάκια, που του άφησε «κληρονομιά» η προσφιλής γιαγιά του. Γιατί τέτοια «κληρονομιά» είχε αφήσει και η μητέρα μου σ’ εμένα, για τα εγγόνια που θα τις έκανα. Κι αυτές οι κληρονομιές είναι πολυτιμότερες κι από σπίτια κι από λεφτά. Πόσο θαυμασμό ένοιωσα, όταν τον άκουσα να «αποκαλύπτει» ότι έχει επισκεφθεί τον Πόντο, πάνω από σαράντα πέντε φορές. Πόση συγκίνηση ένοιωσα, όταν άκουσα τις ιστορίες με τους ποντιόφωνους.

Εκεί έγινε η πρώτη γνωριμία μου με τον κ. Ανδρεάδη.  Αισθάνθηκα απέραντη χαρά, όταν στο τέλος  της  ομιλίας του,  του  έσφιξα  το  χέρι συγχαίροντάς τον για όλα όσα έχει κάνει και συνεχίζει να κάνει.

Εκεί αναθερμαίνεται η επιθυμία μου να επισκεφθώ τον Πόντο,  όταν μαθαίνω ότι άτομα του Συλλόγου Σουρμένων, σκέφτονται να πραγματοποιήσουν  εκδρομή στον Πόντο, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς.  Δηλώνω συμμετοχή. Αργότερα με μεγάλη λύπη μαθαίνω ότι δεν  θα  πραγματοποιηθεί το ταξίδι  εκείνο  το  καλοκαίρι,  ίσως  το επόμενο. Και πάλι στην αναμονή.

Τον   Φεβρουάριο   του   1997,   σε   μια  εκδήλωση  του Κέντρου Ποντιακών Μελετών, πληροφορούμαι  από  τον συγχωριανό και φίλο  μου  Χρόνη  Αμανατίδη,   ότι ο συγγραφέας Γιώργος Ανδρεάδης, θα πραγματοποιήσει οδοιπορικό – προσκύνημα  στον Πόντο, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του  Ιουνίου 1997.

Εκδήλωσα αμέσως την επιθυμία να συμμετάσχω, οι θέσεις όμως είχαν προ πολλού καλυφθεί. Μπήκα στη λίστα αναμονής. Σε λίγες μέρες πληροφορήθηκα  με απέραντη χαρά, ότι η τύχη μου χαμογελούσε, αφού βρέθηκε μια θέση και για μένα. Άρχισα να προετοιμάζομαι πυρετωδώς.

Πρώτη μου φροντίδα και πιο εύκολη, η αγορά φωτογραφικών μηχανών, βιντεοκάμερας, ταινιών, φιλμς και προμήθεια χαρτών του Πόντου. Επόμενο βήμα η προσπάθεια για συγκέντρωση στοιχείων, του χωριού Κανλικά Τραπεζούντας, της γενέτειρας του πατέρα μου. Για  το  σκοπό  αυτό, και  σε συνδυασμό με τις μέρες του Πάσχα,  επισκέφθηκα  το χωριό μου. Εκεί προσδοκούσα ότι θα βρω άτομα μεγάλης ηλικίας που κάτι θα ήξεραν να μου πουν. Δυστυχώς αυτοί που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν, είχαν φύγει όλοι από τη ζωή. Τελευταία μου ελπίδα, η μόνη εν ζωή από τα αδέλφια  του πατέρα μου, η θεία Αυγίτσα που κατοικεί στη Θεσσαλονίκη. Την επισκέφθηκα και χάρηκα πολύ που την είδα να στέκει καλά στην υγεία της. Όμως κι εκεί η ίδια απογοήτευση. Σε όλες τις ερωτήσεις που τις έθεσα προκειμένου να σχηματίσω κάποιες εικόνες, έπαιρνα την ίδια στερεότυπη απάντηση: «΄Ημουν μικρή και δεν θυμάμαι». Έτσι συμπλήρωσα τις προετοιμασίες μου, και με την επίσκεψη στη βόρεια Ελλάδα. Με ανυπομονησία περίμενα να περάσουν οι μέρες για να ξεκινήσουμε το οδοιπορικό.

Είχα πλέον συνηθίσει στην ιδέα, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βρω  στοιχεία που θα με οδηγούσαν στα σπίτια του παππού μου (τρία τον αριθμό). Θα πήγαινα όμως και θα έβλεπα το χωριό που ζούσαν.   Τυχαία μπορεί να περνούσα  και από τα σπίτια «μας», – χωρίς  όμως να ξέρω ότι είναι αυτά – αφού σκόπευα να «οργώσω» όλο το χωριό.

Επίσπευσα  την  επιστροφή  μου  στην  Αθήνα,  για  να παραστώ στις εκδηλώσεις των Σουρμένων. Εκδηλώσεις που αρχίζουν την Τετάρτη του Πάσχα και ολοκληρώνονται την Κυριακή του Θωμά. Κάθε χρόνο τις παρακολουθώ,  αλλά φέτος συνέτρεχε ένας λόγος παραπάνω. Ήθελα να γνωρίσω κάποια άτομα που θα ερχόταν από τον Πόντο. Τα   άτομα  αυτά τα γνώρισε ο Γ. Ανδρεάδης στα Σούρμενα του Πόντου, σε ένα από τα πολλά ταξίδια του στον Πόντο, και  τους  ενημέρωσε  ότι   στην    Αθήνα   υπάρχει    συνοικία   που   ονομάζεται  Σούρμενα  και  έχει  σύλλογο Ποντίων. Οι Σουρμενίτες  του Πόντου ήρθαν σε επαφή με το σύλλογο, και εξέφρασαν την επιθυμία να έρθουν στην Αθήνα, να γνωρίσουν τους Σουρμενίτες τους οποίους θεωρούν συμπατριώτες. Οι Αθηναίοι Σουρμενίτες, τους συνέστησαν να έρθουν τις ημέρες που θα είχαν τις εκδηλώσεις, όπως και έγινε.       Το Σάββατο παραμονή του Θωμά γνώρισα τους Τούρκους Σουρμενίτες. Παρών και ο Γιώργος  Ανδρεάδης, κατ’ εξαίρεση, αφού τα Σαββατοκύριακα  βρίσκεται πάντα στη Θεσσαλονίκη.

Η αναγγελία από τα μεγάφωνα, της παρουσίας των επισκεπτών από τα Σούρμενα του Πόντου, προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στους παρευρισκομένους. Στη συνέχεια πάνω στην εξέδρα, ο Ομέρ τραγούδησε ποντιακούς σκοπούς με  λόγια τουρκικά, ενώ τον συνόδευε με τη λύρα του, ο  συμπατριώτης του ο Ιλιάς.

Φάγαμε  τα  πατροπαράδοτα  «χαψία»,  (προσφορά  του συλλόγου έναντι συμβολικού  τιμήματος), χορέψαμε και μιλήσαμε μέχρι αργά. Αγκαλιαστήκαμε,  φιληθήκαμε  και   ανανεώσαμε  το  ραντεβού   στον  Πόντο,  σε  ενάμισι   περίπου μήνα.

Ζούσα ένα διαρκές παραλήρημα χαράς. Επικοινωνούσα τακτικά με τον Χρόνη και τον  Ανδρεάδη   για  να  επιβεβαιώσω  ότι όλα πάνε καλά, και  το  ταξίδι  θα γίνει χωρίς αναβολή.

Μια μέρα στη δουλειά, και ενώ ήμουν πελαγωμένος μέσα στα εργασιακά προβλήματα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ακούω το Χρόνη να μου λέει: «Κώστα, μου τηλεφώνησε ο Ανδρεάδης από την Τραπεζούντα, και  είπε ότι έφυγε χωρίς εσένα, όταν είδε ότι δεν ήσουν  εκεί  την  ώρα της αναχώρησης».   Εκείνη τη στιγμή νόμισα  ότι  με  χτύπησε κεραυνός.  Πάγωσε  το  αίμα μου.   Το   μυαλό   μου   άρχισε   να  περιστρέφεται ιλιγγιωδώς, και σκεφτόμουν με ποιο τρόπο θα πήγαινα στην Τραπεζούντα να ενσωματωθώ στην ομάδα. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα είχα κάνει ένα σωρό σκέψεις. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.  Αναρωτιόμουν πως συνέβη και έκανα ένα τέτοιο λάθος. Όταν συνήλθα από το σοκ του λέω: «Μα τι μου λες, αφού η αναχώρηση είναι τον Ιούνιο, την επομένη του Αγίου Πνεύματος κι’ ακόμα έχουμε Μάϊο». Οπότε ακούω από το τηλέφωνο που ήταν διπλής γραμμής, τον Ανδρεάδη να ξεσπάει σε γέλια και να μου λέει: «Μαυρόπουλε, πήρα να σου πω χρόνια πολλά και να  ελέγξω την ετοιμότητά σου».  Ήταν 21  Μαΐου  και ήταν η ημέρα της γιορτής μου, την οποία προς στιγμή ξέχασα, όταν άκουσα στο τηλέφωνο ότι  οι εκδρομείς βρίσκονται στην Τραπεζούντα. Τέτοια  λαχτάρα δεν ξαναπέρασα στη ζωή μου.

Είχα  τακτοποιήσει τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις και στις 16 Ιουνίου αποχαιρετούσα την οικογένειά μου και έπαιρνα το αεροπλάνο για τη Θεσσαλονίκη. Έφτασα αργά το απόγευμα και από την αγωνία και την υπερένταση δεν με έπιανε ύπνος όλη νύχτα. Μόνο κατά τα ξημερώματα έκλεισαν τα μάτια μου, αλλά μετά από λίγο χτυπούσαν τα τρία ρολόγια, που είχα ρυθμίσει μην τυχόν και δεν ξυπνήσω στην ώρα που έπρεπε. Σε λίγο χτύπησε και το τηλέφωνο. Είχα αφήσει παραγγελία και στη γυναίκα μου να τηλεφωνήσει για πιο σιγουριά. (Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο μου με τίτλο «Επιστροφή στις ρίζες¨).

Στα βίντεο που ακολουθούν παρουσιάζονται μερικές αξέχαστες στιγμές από αυτό το οδοιπορικό.

Στην Τόνια

Στο Λιμάν, επίνειο της Τόνιας

‘Σ ση Τρίχας το γιοφύρ’

‘Σ σην Σουμελά

Χορός Σέρρα στην Τόνια από Στέφανο και Σουμέλα.

2 Σχόλια to “Οδοιπορικό στον Πόντο, 1997”

  1. Στεφανος Ελευθεριαδης Says:

    Perasame Iperoxa!!! Nase kala !!

  2. mavrokos Says:

    Αγαπητέ Στέφανε ξαναπήγα το 2004. Καμία σχέση μ’ εκείνο το οδοιπορικό του 1997. Το αναπολώ συχνά με μεγάλη νοσταλγία. Εσύ πα να είσαι πάντα καλά. Υ’είας και χαιρετίας σ’ εσέν και σην Συμέλα και σ’ ούλτς τ’ εμετέρτς.

Σχολιάστε