Η ποντιακή διάλεκτος και οι δυσκολίες στη γραπτή της έκφραση

Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ, εάν επιλαθώμεθά σου ω Πάτριος Ποντία γη.(Λεωνίδας Ιασονίδης)
Να ξεραίνεται η γούλα μ’ αν ανασπάλλω την πατρίδα μ’, τον Πόντον.(Κώστας Π. Μαυρόπουλος)

Ένα εκπληκτικό άρθρο από την σπουδαία συμπατριώτισσά μας, φιλόλογο Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου, που δημοσιεύτηκε στην μηνιαία εφημερίδα «Ποντιακή Γνώμη στο τεύχος 84 (Μάρτιος 2016) και που πρέπει να διαβάσουν όλοι οι Πόντιοι και ειδικά αυτοί που θα ήθελαν να γράφουν σωστά τη διάλεκτό μας.

Η ποντιακή διάλεκτος μαζί με την καππαδοκική αποτελούν τα μικρασιατικά ιδιώματα και παράλληλα ανήκουν στην ευρύτερη ομάδα των ανατολικών ιδιωμάτων μαζί με τα δωδεκανησιώτικα, τα κυπριώτικα και τα ιδιώματα της Χίου και της Ικαρίας, καθώς κρατούν το τελικό –ν στα ονόματα.

Το εύρος της γεωγραφικής περιοχής μέσα στην οποία μιλιόταν η ποντιακή αλλά και το πλήθος των χωριών (περίπου 800) είχε ως αποτέλεσμα η ομιλία της ποντιακής να παρουσιάζει επιμέρους διαφορές από τόπο σε τόπο. Υπάρχουν πολλές κατατάξεις των ιδιωμάτων της ποντιακής. Σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τα ιδιώματα της ποντιακής μπορούν να χωριστούν σε τρεις μεγάλες ομάδες: α) στα οινουντιακά ή το ιδίωμα της δυτικής παραλίας (Ιωνόπολης, Σινώπης, Άνω Αμισού, Οινόης), β) στα ανατολικά ή τραπεζουντιακά (Τραπεζούντας, Σουρμένων, Ματσούκας, Τρίπολης, Κερασούντας) και γ) στα χαλδιώτικα (Αργυρούπολης, Σάντας, Κρώμνης, Πουλαντζάκης, Κοτυώρων, Νικόπολης και στις νεότερες αποικίες των μεταλλωρύχων).

Η ποντιακή αποκομμένη από τη μητροπολιτική Ελλάδα διατήρησε πολλούς αρχαϊσμούς και ανέπτυξε τη δική της γλωσσολογική ταυτότητα, με ορισμένα χαρακτηριστικά που διαφέρουν από την κοινή νεοελληνική. Γι’ αυτό παρουσιάζονται δυσκολίες κατά τη γραφή της, ακόμη κι αν ο ομιλητής την κατέχει άριστα προφορικά.

Ένα συχνό λάθος που παρατηρείται κατά τη γραπτή απόδοση της ποντιακής, αφορά στη γραφή του «χ» ως «σ», όταν προφέρεται ηχηρά συριστικά, έντονα, δηλαδή, και ακολουθείται από τον φθόγγο «ε» (ε ή αι) ή από τον φθόγγο «ι» (ει, η, ι, οι, υ). Ακόμη κι αν δεν έχουμε το σύμβολο που απαιτείται για να δηλώσουμε την ιδιαίτερη προφορά του «χ», είναι προτιμότερο να κρατάμε το «χ» παρά να το αντικαθιστούμε με το «σ», παραβιάζοντας τη γραφή της λέξης και δημιουργώντας μια άλλη λέξη, που δεν υπάρχει. Ας αναλογιστούμε όλοι πως η γραφή των λέξεων «μασαίρ’» ή «έσετε» με το «σ» στη θέση του «χ» μας απομακρύνει από τη γραμματική και την ετυμολογία.

Επίσης, παρατηρείται σε ορισμένες περιπτώσεις συναίρεσης ή συναλοιφής φωνηέντων (στη γραμματική του Δημ. Οικονομίδη χρησιμοποιείται ο όρος συναίρεση, ενώ στη γραμματική του Άνθ. Παπαδόπουλου ο όρος συναλοιφή) να γράφεται λανθασμένα η λέξη. Παραδείγματος χάρη, σε ουσιαστικά όπως οι λέξεις «ποτήρια», «χωράφια», «χρόνια» να μπαίνει ένα «ε» στη θέση των φωνηέντων που συνενώνονται. Είναι προτιμότερο, όμως, στην περίπτωση που δεν έχουμε την κατάλληλη γραμματοσειρά για να χρησιμοποιήσουμε το απαιτούμενο σύμβολο (εν προκειμένω τις δύο τελείες, οι οποίες θα έμπαιναν κάτω από το α), να γράφουμε τη λέξη ασυναίρετη (δηλ. ποτήρια, χωράφια κ.τ.λ.) παρά να τη γράφουμε αυθαίρετα με ένα -ε στο τέλος.

Κάτι ακόμη, που αξίζει να προσεχθεί είναι πως στην ποντιακή οι προσωπικές αντωνυμίες πάντοτε στη γενική και συχνά στην αιτιατική είναι εγκλιτικές λέξεις, συμπροφέρονται, δηλαδή, με την προηγούμενη λέξη και ακούγονται σαν μία λέξη. Στον γραπτό λόγο, όμως, οφείλουμε να γράψουμε κάθε λέξη ξεχωριστά. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα φράσεων που χρησιμοποιούνται συχνά και τις βλέπουμε γραμμένες λάθος σαν μία λέξη: «λελεύωσε», «πουλίμ», «τ’ ομμάτιας», «εκούξαματεν», «εντώκεμε», ενώ η σωστή τους γραφή είναι η εξής: «λελεύω σε», «πουλί μ’», «τ’ ομμάτια σ’», «εκούξαμ’ ατεν», «εντώκε με».

Ένα επιπλέον φαινόμενο, που δημιουργεί δυσκολίες στη γραφή της ποντιακής, είναι η συγκοπή των φθόγγων «ι» και «ου», όταν δεν τονίζονται, αλλά τονίζεται η συλλαβή πριν ή μετά από αυτά. Εξαιτίας αυτού, βλέπουμε ορισμένες φορές να γράφονται λανθασμένα οι λέξεις «έξα» και «εφούρξα» αντί της σωστής γραφής «έκ’σα» (=άκουσα) και «εφούρκ’σα» (=έπνιξα).

Επιπρόσθετα, στα ουδέτερα ουσιαστικά που λήγουν σε «-ιν», όταν αυτό αποσιωπάται, οφείλουμε να βάζουμε απόστροφο στο σύμφωνο, που είναι πριν από αυτά, για να δηλώσουμε ότι η κατάληξη -ιν έχει φύγει. Η σωστή γραφή, δηλαδή, είναι «ταρέζ’», «χουλιάρ’», «κιρέτσ’», «χαβίτσ’». Σε αυτό το σημείο φαίνεται η αφομοιωτική δύναμη της ποντιακής, καθώς όσες ξένες λέξεις δηλώνουν πράγματα και λήγουν σε σύμφωνο παίρνουν την κατάληξη -ιν και γίνονται ουσιαστικά ουδετέρου γένους στην ποντιακή, ενώ όσες λέξεις τελειώνουν σε φωνήεν, συνηθέστερα σε -ε ή -α, προσλαμβάνουν το θηλυκό γένος.

Τα τελευταία χρόνια στην ιστορία, στη μουσική, στη λαογραφία και στο χορό έχουν γίνει αξιόλογες επιστημονικές μελέτες και κινήσεις. Αποτελεί πιο επιτακτική ανάγκη από ποτέ, με τον ίδιο σεβασμό, να ασχοληθούμε με τη μητρική μας γλώσσα, για να μην καταλήξουμε να μελετάμε έναν πολιτισμό μόνο μουσειακά, αφού ένα από τα ισχυρότερά του στοιχεία, η γλώσσα, θα έχει αποδυναμωθεί σημαντικά.

 

Βιβλιογραφία:

-Ιστορική Γραμματική της Ποντικής Διαλέκτου, Άνθιμου Παπαδόπουλου, Αθήναι 1955

-Γραμματική της Ελληνικής Διαλέκτου του Πόντου, Δημ. Οικονομίδου, εν Αθήναις 1958

-Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική Γραμματική, α’ τόμος, Ιστορική Εισαγωγή, Αθήνα 1938

-Δημήτρη Τομπαΐδη, Η ποντιακή διάλεκτος, Αρχείον Πόντου, παράρτημα 17, Αθήνα 1988

Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου

Φιλόλογος