Ιστορίας και μεσέλια τη «πατρίδας»

Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ εάν επιλαθώμεθά σου ω Πάτριος Ποντία γη. (Λεωνίδας Ιασονίδης)

Να ξεραίνεται η γούλα μ’ αν ανασπάλλω την πατρίδα μ’, τον Πόντον (Κώστας Π. Μαυρόπουλος)

     

     pantzion.jpg

Παναγιώτης (Πάντζιον) Κ. Μαυρόπουλος

Αράπ’ς 

Το περιστατικό συνέβει κάπου ενδιάμεσα στα σιμοχώρια της Τραπεζούντας, Κανλικά και Κιρισχανά γύρω στα 1914-15. Μου το αφηγήθηκε ο αείμνηστος πατέρας μου Πάντζιον (Παναγιώτης) Κ.  Μαυρόπουλος, που γεννήθηκε το 1902 στου Κανλικά και πέθανε το 1984 στην Αθήνα.

Εείνα τα χρόνα «’ς σην πατρίδαν» επίστευαν τα βραδάς εβγαίν’ Αράπ’ς κι αχπαράζ’ τ’ς ανθρώπ’ς. Ο κύρη μ’ ατότε θα έτον καν δώδεκα δεκατρία χρονών. Έναν θεού ημέραν, εσ’κώθεν να πάει ασου Κανλικά ’ς σην Κιρισχανάν, να ελέπ’ την θείαν ατ’ την Τσόφαν, την πατσήν τη μάνας ατ’ τη Κατίγκως, που έτον αντρισμέντσα με τον Γιάγκον τον Μακρίδην. Επήγεν κι ενέσπαλεν τ’ οπίσ’. Ερχίνεσεν να βραδάζ’ κι ατότε εσκώθεν να δαβαίν’ πλαν. Ας σ’ άλλο το μέρος, η μάνα ’τ’ όντες είδεν εβράδυνεν κι ο Πάντζον πουθέν ’κι φαίνεται, ενούντσεν «Γιάμ αγρούται ο παιδάς» και έστειλεν έναν γειτονοπούλ’, τον Γοργόρ’ τη Αμαραντιδάντων να πάει ανταμώνει~ατον και έρχουνταν αντάμαν. Σίτα επέγ’νεν ο Γοργόρτς ν’ ανταμών’ τον Πάντζον είδεν απ’ αντίκρυ να έρται κάποιος, εφοέθεν και εκάτσεν κα, απέσ’ ’ς ση μέσ’ τη δρομί’. Ατός που έρχουτουν ασ’ σ’ άλλο το μέρος, έτον ο Πάντζιον άμαν ο Γοργόρτς ’κ’εγνώρτσεν ατον. Ο Πάντζιον πα  ’κ’ εγνώρτσεν τον Γοργόρ’, κι όντες είδεν κάτ’ εκάτσεν απέσ’ ση μέσ’ τη δρομί’ και περ’μένει~ατον, είπεν απέσ’ ατ’ «μούτλακ’ αράπ’ς έν’». Εθαρείς και έκχ’σαν ’ς σην ράχαν ατ’ κρύον νερόν. Μίαν ενούντσεν να κλώσκεται οπίσ’, άμαν εφοέθεν Αράπ’ς θα ρούζ’ οξωπίσ’ ατ’. Επεκεί ενούντσεν να παραστρατίζ’ απέσ’ ας σα χωράφα, ξαν εφοέθεν Αράπ’ς θα εβγαίν’ εμπροστά ’τ’. Επαίρεν την απόφασιν να πάει ίσα και ήνταν  ’ίνεται. Ερχίνεσεν να σταυρολοΐεται και να λέει πουστουριχτά «Πάτερ ημών», «Κύριε ελέησον» ήνταν έρχουτουν  ’ς σο νουν ατ’. Όντας εσούμωσεν ο Πάντζιον και έκ’σεν ο Γοργόρτς την λαλίαν ατ’ εκλώστεν και ερώτεσεν πουστουριχτά: «Πάντζιο εσύ είσαι;». Τη Πάντζονος έρθεν η ψη απάν’ ατ’. Κλώσκεται λέει τον Γοργόρ: «Φτου να εντρέπεσαι βρε, εχπάραξες κι εχάσες με, εθάρεσα Αράπ’ς έν’». «Κια, εγώ πα εχπαράγα, εθάρεσα εσύ έσ’νε Αράπ’ς», είπεν κι ο Γοργόρτς.

Λεξιλόγιο:

αγρούται = αγριεύεται, φοβάται

αντρισμέντζα = παντρεμένη

Αράπ’ς = Αράπης, φανταστικό ξωτικό με μορφή γιγαντόσωμου άραβα

αχπαράζ’ = τρομάζει

γιάμ = μήπως

Γοργόρτς = Γρηγόρης

έκχ’σαν = έχυσαν

ενέσπαλεν = ξέχασε

ενούντσεν σκέφτηκε

επεκεί = μετά

έρθεν η ψη απάν’ ατ’ = ήρθε η ψυχή επάνω του, συνήλθε

έρχουτουν = ερχόταν

εχπάραξες = τρόμαξες

ήνταν = ότι

θα ρούζ’ οξωπίσ’ ατ’= θα τον ακολουθήσει, θα τον καταδιώξει

μούτλακ = κατά πάσα πιθανότητα

να δαβαίν’ πλαν = να απέλθει

να κλώσκεται = να επιστρέψει

Πάντζιον = Παναγιώτης

παραστρατίζ = παρακάμπτει

πατσή = αδελφή

πουστουριχτά = ψιθυριστά

σίτα = ενώ, εκεί που, όταν

σταυρολοΐεται = σταυροκοπιέται

Στη νεοελληνική

Εκείνα τα χρόνια «στην πατρίδα» (τον Πόντο) πίστευαν ότι τα βράδια βγαίνει ο Αράπης και τρομάζει τους ανθρώπους. Ο πατέρας μου τότε θα ήταν περίπου δώδεκα δεκατριών χρονών. Μια μέρα, κίνησε να πάει απ’ το Κανλικά  στην Κιρισχανά, (διπλανό χωριό) να δει τη θεία του την Σοφία, την αδελφή τη μητέρας του της Αικατερίνης, που ήταν παντρεμένη με τον Γιάννη  Μακρίδη. Πήγε και ξέχασε την επιστροφή του. Άρχισε να βραδιάζει και τότε σηκώθηκε για την επιστροφή. Απ’ την άλλη πλευρά  η μητέρα του όταν βράδιασε κι ο Παναγιώτης δεν φαινόταν, σκέφτηκε μήπως αγριευτεί αυτό το παιδί, και έστειλε ένα γειτονόπουλο, τον Γρηγόρη τον Αμαραντίδη να πάει να τον συναντήσει και να έρθουν παρέα.  Ενώ πήγαινε ο Γρηγόρης να συναντήσει τον Παναγιώτη είδε από την αντίθετη πλευρά να έρχεται κάποιος, φοβήθηκε και κάθισε κάτω, μέσ’ τη μέση του δρόμου. Αυτός που ερχόταν απ’ το άλλο μέρος ήταν ο Παναγιώτης αλλά ο Γρηγόρης δεν τον γνώρισε. Κι ο Παναγιώτης  δεν γνώρισε τον Γρηγόρη, κι όταν είδε κάτι έκατσε μέσ’ τη μέση του δρόμου και τον περιμένει είπε μέσα του «σίγουρα ο Αράπης είναι». Νομίζεις και έριξαν στην πλάτη του παγωμένο νερό. Αρχικά σκέφτηκε να γυρίσει πίσω αλλά φοβήθηκε ότι ο Αράπης θα τον ακολουθήσει. Μετά σκέφτηκε να παρακάμψει μέσα απ’ τα χωράφια αλλά πάλι φοβήθηκε ότι ο Αράπης θα έβγαινε μπροστά του.  Πήρε την απόφαση να πάει ευθεία και ότι γίνει. Άρχισε να σταυροκοπιέται και να λέει ψιθυριστά  «Πάτερ ημών», «Κύριε ελέησον», ότι ερχόταν στο μυαλό του.  Όταν πλησίασε ο Παναγιώτης και άκουσε ο Γρηγόρης τη φωνή του στράφηκε και τον ρώτησε ψιθυριστά: «Παναγιώτη εσύ είσαι;» Του Παναγιώτη πήγε η καρδιά του στη θέση της. Στρέφεται και λέει στον Γρηγόρη: «Φτου σου δεν ντρέπεσαι βρε, με κατατρόμαξες, νόμισα ο Αράπης είναι». «Μα, κι εγώ τρόμαξα, νόμισα εσύ είσαι ο Αράπης» απάντησε κι ο Γρηγόρης.

Αράπ’ς 2

’Σ ση πατρίδας έναν χωρίον, Δίρχα λεγ’ν ατο, εζήνεν ένας ερίφ’ς με την καρήν ατ’, ολίγον τεβεκελήδες έσαν οι δύος πα. Κάθαν βράδον επαίγναν ’ς σο χωράφ’ν ατουν και ορίαζαν γιαμ έρχουνταν άγρα μουχτερά κι εφτάγ’ν ατ’ς ζεμίας γιόξαμ έρχουνταν κλεφτάν και κλέφ’ν ατ’ς. Έφ’ναν και έναν φωτίαν και εκάθουσαν σουμά γιαν-γιανά. Ατό την δουλείαν εποίναν κάθαν βράδον. Το πειραχτέρ’ τη χωρί’, ο τελή Μήτον έναν ημέραν ενούντσεν, «εγώ ατείντς θα εφτάγ’ ατ’ς έναν δουλείαν». Έναν βράδον μεσανυχτί κεσ’ εσούμωσεν ’γάλα ’γάλα κι εστάθεν ολίγον πλαν μερέαν. Όντες είδεν ερχίνεσαν να τζαμμών’νε τ’ ομμάτα ’τουν και να ζυγιάουνταν μίαν αδά και μίαν ακεί, ετσατσαλώθεν και αλείφτεν καρβωνί’ μανέαν, εγέντον σωστός Αράπ’ς. Ξαν’ ’γάλα ’γάλα εσούμωσεν και πιρλιαμπίρ ελάγκεψεν εμπροστά ’τουν οπίσ’ ας σην φωτίαν κι ερχίνεσεν να χορεύ’ καρσιλαμάν. Ατόσον π’ εχπαράγαν η ανάσμα ’τουν πα εκόπεν κι εγρίβωσαν ο εις απάν’ ’ς σον άλλον κι η τσιρνία τουν ’κ’ εβγαίν’. Αράπ’ς χορεύ’ και ασού είδαν τιδέν ’κ’ εφτάει ατ’ς ολίγον απεχπαράγαν. Κλώσκεται η καρή και λέει πουστουριχτά τον άντραν ατ’ς: «Ούϊ τον αφορισμένον η καϊπανά ’τ’ πα λαΐσκεται».

Λεξιλόγιο:

άγρα μουχτερά = αγριογούρουνα

απεχπαράγαν = ξετρόμαξαν, ξεθάρρεψαν

ασού = αφού

’γάλα ’γάλα = σιγά σιγά

γιαν-γιανά = δίπλα ο ένας στον άλλο

γιόξαμ = ή (διαζευκτικό)

Δίρχα = σιμοχώρι της Τραπεζούντας

εγρίβωσαν = κόλλησαν, προσκολλήθηκαν

ελάγκεψεν = πήδησε

ενούντσεν = σκέφτηκε

ερίαζαν = φυλούσαν, πρόσεχαν

εσούμωσεν = πλησίασε

ετσατσαλώθεν = γδύθηκε

εχπαράγαν = τρόμαξαν

ζυγιάουνταν = ταλαντεύονται

’κ’ = δεν, από το αρχαίο ουκ

καϊπανά = το ανδρικό μόριο

καρβωνί μανέαν = καρβουνόσκονη

καρή = γυναίκα

κέσ’ = κατά, προς

κλώσκεται = στρέφεται

λαΐσκεται = κουνιέται

πλαν μερέαν = παραπέρα, πιο εκεί

πιρλιαμπίρ = ξαφνικά, απότομα

πουστουριχτά = ψιθυριστά

τεβεκελήδες = ανόητοι, κουτοί

τζαμμών’νε = κλείνουν

τιδέν = τίποτα

τσιρνία = τσιμουδιά, σιωπή

Στην νεοελληνική

Σ’ ένα χωριό της «πατρίδας» (στον Πόντο), Δίρχα το λένε, ζούσε ένας άντρας με τη γυναίκα του, λίγο ανόητοι ήταν και οι δυο. Κάθε βράδυ πήγαιναν στο χωράφι τους και πρόσεχαν μην τυχόν και έρθουν αγριογούρουνα και τους κάνουν ζημιές ή κλέφτες και  κλέψουν. Άναβαν και μια φωτιά και κάθονταν κοντά δίπλα δίπλα. Αυτή τη δουλειά την έκαναν κάθε βράδυ. Το πειραχτήρι του χωριού ο τρελό Μήτος μια μέρα σκέφτηκε, «εγώ αυτούς θα τους κάνω μια καζούρα». Ένα βράδυ κατά τα μεσάνυχτα πλησίασε σιγά σιγά και στάθηκε λίγο πιο εκεί. Όταν είδε άρχισαν να κλείνουν τα μάτια τους και να ταλαντεύονται μία εδώ και μία εκεί, γδύθηκε και αλείφτηκε καρβουνόσκονη, έγινε πραγματικός Αράπης. Πάλι σιγά σιγά πλησίασε και ξαφνικά πήδηξε μπροστά τους πίσω από τη φωτιά και άρχισε να χορεύει καρσιλαμά. Τόσο πολύ τρόμαξαν που κόπηκε η ανάσα τους και σφιχταγκαλιάστηκαν μεταξύ τους, και δεν έβγαζαν τσιμουδιά. Ο Αράπης συνεχίζει να χορεύει και αφού είδαν ότι δεν τους πειράζει, λίγο ξεθάρρεψαν. Στρέφεται τότε η γυναίκα και λέει ψιθυριστά στον άντρα της: «Ά τον άτιμο και το όργανό του κουνιέται»

4 Σχόλια to “Ιστορίας και μεσέλια τη «πατρίδας»”

  1. sonora Says:

    Χάρηκα πολύ που σας βρήκα ,έχετε πολλά ενδιαφέροντα κείμενα και πληροφορίες.

  2. Σανοζίδης Γιώργος Says:

    Συγχαρητήρια κ. Κώστα… Η Γιαγιά μου η Παπαδοπούλου Ειρήνη (το γένος Καλαϊδοπούλου) σύζυγος Γεωργίου από Κανλικά Τραπεζούντας, γεννήθηκε στο χωριό Δίρχα. Ο Μήτος Καλαϊδόπουλος ήταν ο αδερφός της…

    • mavrokos Says:

      Πρέπει να είσαι γιος της Όλγας. Η γυναίκα του Μήτου, η Ρούδα, ήταν δεύτερη ξαδέρφη μου. Ο θείος της γιαγιάς σου Ειρήνης, Γεώργιος Καλαϊδόπουλος (Ταβάρισον) ήταν καπετάνιος στα αντάρτικα της Σάντας, συνεργαζόμενος με τον καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη. Αυτά που γράφω σίγουρα τα γνωρίζεις, αλλά δράττομαι της ευκαιρίας για να πω ότι αισθάνομαι πολύ τυχερός που τον γνώρισα στα αξέχαστα παρακάθια που κάναμε πολλές φορές στο σπίτι του. (Μικρός εγώ τότε, όταν πέθανε ήμουν 6 χρονών). Αιωνία του η μνήμη.

  3. kexagia vaso Says:

    Ψάχνω για τυχών συγγενείς από τον παππού μου κοτζακιζογλου Δημήτριος του Κωνσταντίνου από το αχτεκε Πάφρας Αμάσειας

Σχολιάστε